χωνεύσῃ

χωνεύσῃ
χοανεύω
cast in a mould
aor subj mid 2nd sg
χοανεύω
cast in a mould
aor subj act 3rd sg
χοανεύω
cast in a mould
fut ind mid 2nd sg
χωνεύσηι , χώνευσις
PLond.ined.
fem dat sg (epic)
χωνεύω
cast in a mould
aor subj mid 2nd sg
χωνεύω
cast in a mould
aor subj act 3rd sg
χωνεύω
cast in a mould
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χώνευση — η / χώνευσις, εύσεως, ΝΜΑ, και χώνεψη Ν [χωνεύω] τήξη μετάλλων στην χωνευτική καμινο νεοελλ. πέψη …   Dictionary of Greek

  • ευπεπτικός — ή, ό [εύπεπτος] αυτός που συντελεί στην καλή χώνευση ή που τήν υποβοηθεί («ευπεπτικά φάρμακα»). επίρρ... ευπεπτικώς και ά με τρόπο που συντελεί στην καλή χώνευση …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε …   Dictionary of Greek

  • έψηση — η (Α ἕψησις) [ἕψω] βράσιμο, μαγείρεμα νεοελλ. ψήσιμο αρχ. 1. (για μεταλλεύματα) η τήξη, η χώνευση …   Dictionary of Greek

  • έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …   Dictionary of Greek

  • αναχώνευση — η (Α ἀναχώνευσις) 1. η εκ νέου χώνευση, τήξη μετάλλου 2. μεταβολή που δίνει νέα μορφή σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • διχώνευτος — διχώνευτος, ον (Α) (για μέταλλο) αυτός που υπέστη δύο φορές χώνευση* …   Dictionary of Greek

  • δυσπεψία — Γενικός όρος για τις διαταραχές της πέψης. Παρότι το δυσπεπτικό σύνδρομο συνοδεύει όλες τις παθήσεις του πεπτικού συστήματος, o όρος δ. χρησιμοποιείται συνήθως για παθήσεις που οφείλονται σε λειτουργικές διαταραχές του στομάχου, του εντέρου ή των …   Dictionary of Greek

  • εκουίζετο — Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”